μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
αποθήκες, γενικές — Ιδιωτικοί οργανισμοί που αναλαμβάνουν τη φύλαξη και τη διατήρηση κάθε είδους εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων. Οι γ.α. υπάρχουν σε τόπους όπου η εμπορική κίνηση είναι εντονότερη. Τη μεγάλη χρησιμότητά τους δίνει όχι μόνο ο αξιόλογος τεχνικός… … Dictionary of Greek